Dictionary of Greek. 2013.
περιωδικά — τὰ, Α [περιῳδή] χωριστά μετρικά συστήματα σε ποιήματα με στροφική αντιστοιχία αβββ...γ, όπως ήταν οι επωδές … Dictionary of Greek
περιωδώ — έω, Α [περιῳδή] με παράξενα άσματα μαγεύω κάποιον … Dictionary of Greek