περιωδή

περιωδή
ἡ, Α
καμπή, αιφνίδια μεταβολή στη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ᾠδή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιωδικά — τὰ, Α [περιῳδή] χωριστά μετρικά συστήματα σε ποιήματα με στροφική αντιστοιχία αβββ...γ, όπως ήταν οι επωδές …   Dictionary of Greek

  • περιωδώ — έω, Α [περιῳδή] με παράξενα άσματα μαγεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”